- αποπαλλω
- ἀποπάλλωἀπο-πάλλω1) бросать, метать
(βέλη δι΄ εὐστόχου δεξιᾶς Luc.)
2) pass. отскакивать(πάλιν Arst.; ἐκπηδᾶν καὴ ἀποπάλλεσθαι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(βέλη δι΄ εὐστόχου δεξιᾶς Luc.)
(πάλιν Arst.; ἐκπηδᾶν καὴ ἀποπάλλεσθαι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀποπάλλω — hurl pres subj act 1st sg ἀποπάλλω hurl pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποπάλλω — ἀποπάλλω (Α) 1. εξακοντίζω, εκσφενδονίζω 2. τινάζομαι πίσω, αναπηδώ … Dictionary of Greek
ἀποπαλθέντα — ἀποπάλλω hurl aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀποπάλλω hurl aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπαλλομένων — ἀποπάλλω hurl pres part mp fem gen pl ἀποπάλλω hurl pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπαλλόμενον — ἀποπάλλω hurl pres part mp masc acc sg ἀποπάλλω hurl pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπάλλει — ἀποπάλλω hurl pres ind mp 2nd sg ἀποπάλλω hurl pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεπάλλετο — ἀποπάλλω hurl imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπαλθεῖσαν — ἀποπάλλω hurl aor part pass fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπαλλομένη — ἀποπάλλω hurl pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπαλλομένην — ἀποπάλλω hurl pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπαλλομένης — ἀποπάλλω hurl pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)